- ἐπῳάζει
- ἐπῳάζωsitpres ind mp 2nd sgἐπῳάζωsitpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλώσσημα — το [κλωσσώ] 1. το να επωάζει η όρνιθα τα αβγά της, επώαση 2. το σύνολο τών αβγών που επωάζει η κλώσσα … Dictionary of Greek
αμία — (amia). Γένος ψαριών της οικογένειας των αμιιδών. Ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Βόρειας Αμερικής, κυρίως όμως στον Μισισιπή. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 0,65 έως 1 μ., ενώ το βάρος τους μπορεί να φτάσει τα 8 κιλά … Dictionary of Greek
επωαστικός — ή, ό (AM ἐπωαστικός, ή, όν) [επωάζω] 1. αυτός που αναφέρεται στην επώαση («επωαστικό μέσο») 2. αυτός που επωάζει («επωαστικά πουλιά») 3. φρ. «επωαστική μηχανή» επωαστήρας αρχ. (για πτηνά) αυτός που επιθυμεί να επωάσει … Dictionary of Greek
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
θακαθαλπάς — ( άδος), ή (Α) η όρνιθα που επωάζει, η κλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *θακο θαλπάς (με αφομοίωση) < θάκος* + θάλπω] … Dictionary of Greek
κλωσσοφωλιά — η το μέρος όπου η κλώσσα επωάζει τα αβγά της … Dictionary of Greek
κλώσσα — η 1. η όρνιθα που επωάζει τα αβγά της ή που έχει νεοσσούς 2. ονομασία τού αστερισμού τής Πλειάδας 3. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός για ιδιότροπη και φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλώσσουσα, αμάρτυρη μτχ. ενεστ. τού κλώσσω] … Dictionary of Greek
κοράκι — Κοινή ονομασία πολλών στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Corvus, το οποίο περιλαμβάνει συνολικά 39 είδη. Πρόκειται για πτηνά με μαύρο φτέρωμα και ισχυρά πόδια και ράμφος. Όλα τα μέλη του γένους έχουν εξαιρετικές πτητικές ικανότητες και μπορούν να… … Dictionary of Greek
νεοσσοποιία — νεοσσοποιΐα και αττ. τ. νεοττοποιΐα, ἡ (Α) [νεοσσοποιώ] το να επωάζει η όρνιθα τα αβγά της, το κλώσσημα … Dictionary of Greek
παπαγαλάκι — (psittacula). Γένος πουλιών της οικογένειας των ψιττακιδών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία ψιττακίσκος. Το γένος αριθμεί διάφορα πουλιά που ζουν στην Αυστραλία, στο Μεξικό και στη Βραζιλία. Έχουν κοντό ράμφος και μακριές φτερούγες. Τα… … Dictionary of Greek